- ἡμαρτηκότας
- ἁμαρτάνωAcut. (Sp.)perf part act masc acc plἁμαρτέωattendperf part act masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεκδειματώ — όω, Α εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον προηγουμένως («προεκδειματοῡν τοὺς ἡμαρτηκότας», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκδειματῶ «κατατρομάζω κάποιον»] … Dictionary of Greek